Το όνομα της Χριστίνα.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό της Νότιας Πίνδου, Κορυφή Τρικάλων, για τους λίγους γνωστό ως Καπρό.
Δεν έζησε εύκολα χρόνια, καθόλου εύκολα…
Γεννήθηκε και μεγάλωσε μες τη φτώχεια, σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανή από πατέρα.
Η μητέρα της τη σταμάτησε το σχολείο, για να έχουν περισσότερα χέρια στην οικογένεια για δουλειά.
Σωστό ή λάθος; Έτσι γινόταν τότε…
Η Χριστίνα φαντάζομαι είχε πολλά όνειρα ως παιδί, όπως όλα τα παιδάκια, που διακόπηκαν απότομα χωρίς καν να τη ρωτήσουν αν θέλει.
Αν θέλετε τη γνώμη μου πιστεύω ότι αυτό το κορίτσι μέσα της, δε διέκοψε ποτέ τα όνειρα της, τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.
Στο πέρασμα του χρόνου, έζησε πολέμους με Γερμανούς, Ιταλούς, εμφύλιο!
Αντιμετώπισε δύσκολα χρόνια και δύσκολα καιρικά φαινόμενα στο χωριό, όπως το κρύο, τα χιόνια, πάγους, βροχές χωρίς σταματημό.
Όμως ξέρετε κάτι;
Η Χριστίνα ποτέ δε λύγισε.
Μπορούσε να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά, γιατί έτσι είχε μάθει από μικρό παιδί και γιατί ήταν δυναμικός άνθρωπος.
Πείνα δε γνώρισε γιατί καλλιέργησε τη γη και ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία μαζί με τον άντρα της.
Έφερε στη ζωή 4 αγόρια.
Τον Γιώργο, τον Παναγιώτη, τον Παύλο και τον Ανδρέα.
Μαζί με τον σύζυγό της, Κωνσταντίνο, μεγάλωσαν τα παιδιά τους με αγώνες, θυσίες, στερήσεις και με κόπο.
Τα κατάφεραν.
Γνώρισαν εγγόνια, δυστυχώς ο άντρας της δεν κατάφερε να γνωρίσει και το δισέγγονο τους, αλλά το γνώρισε η Χριστίνα και για τους δυο τους.
Η Χριστίνα μέχρι και στο τέλος της ζωής της παρέμεινε δυνατή.
Όσοι την ήξεραν θαύμαζαν το πόσο βαστάνε τα πόδια της και τα χέρια της για την ηλικία της.
Έφυγε στις 23 Δεκέμβρη του 2023, σε ηλικία κοντά στα 100.
Πίσω της αφήνει γιους, εγγόνια, νύφες και δισέγγονο.
Πίσω της άφησε και εμένα.
Το ένα παιδί από τα εγγόνια της.
Τη γιαγιά μου από μικρή ηλικία την έβλεπα, στις γιορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και το καλοκαίρι στο χωριό.
Δεν την έζησα πολύ ως παιδί γιατί η μόνιμη κατοικία μου ήταν η Αθήνα, αλλά τα έφερε έτσι η ζωή που στα φοιτητικά μου χρόνια την έζησα πολύ.
Στην ίδια πόλη, στα Τρίκαλα, μαζί.
Είχαμε μια έντονη σχέση, με διαφωνίες, τσακωμούς, λέγαμε ιστορίες για τα παλιά, μου έλεγε ιστορίες που έχει ζήσει στο χωριό, λέγαμε τα δικά μας, γελούσαμε, πειράζαμε η μία την άλλη.
Τα είχαμε όλα.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση πάντα ήταν ότι όταν τσακωνόμασταν μετά από λίγο έκανε σαν να μην είχε συμβεί ποτέ.
Μια αγκαλιά και ένα χαμόγελο με περίμεναν…
Μου λείπει αυτό.
Μου λείπει η γιαγιά μου.
0 Σχόλια