Κρατούσε έναν καφέ στο χέρι και περπατούσε. Το βλέμμα του περιπλανιόταν δεξιά και αριστερά, μα, δεν φαινόταν να βλέπει τίποτε. Το μυαλό του βρισκόταν αλλού. Ίσως σε κάποιον στόχο του, ίσως σε μια σκέψη που τον στοίχειωνε· ποιος ξέρει;
Ρούφηξε μια τζούρα από το τσιγάρο που κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Το προτελευταίο του. Είχε αποφασίσει πως δε θα αγόραζε άλλο πακέτο. Και τώρα, το ρουφούσε αργά, σχεδόν βασανιστικά – φοβούμενος πως αυτή η ρουφηξιά σήμαινε το τέλος μιας εποχής. Σαν να αγωνιζόταν να κρατήσει το χρόνο ακίνητο, γλιτώνοντας μια αιωνιότητα από το τέλος της, μόλις το τσιγάρο κατέληγε κάτω.
Τα βήματά του τον οδήγησαν στον μόλο «Ορίζοντας» που στεκόταν εκεί, σταθερός όπως πάντα. Ήταν ένας παράξενος μάρτυρας· ήξερε το βάθος της θάλασσας που τον αγκάλιαζε, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία σε αυτό. Οι περισσότεροι κοιτούσαν τα σκάφη που έδεναν πάνω του οι καπετάνιοι.
Άλλα μεγαλοπρεπή που προκαλούσαν δέος, άλλα μικρά και λιτά, σχεδόν αφανή. Υπήρχαν όμως και τα μισοβυθισμένα, ξεχασμένα· αυτά που είχαν βιώσει τη θάλασσα όπως κανείς άλλος. Οι ιστορίες τους κρυμμένες, μοιρασμένες μονάχα με τον μόλο, που τους κρατούσε παρέα στη σιωπή του.
Τα υπόλοιπα σκάφη, αυτά που ακόμα πλέουν, πηγαινοέρχονταν. Ταξίδευαν χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τον προορισμό. Ακολουθούσαν την κατεύθυνση που τους έδιναν, παραδομένα στις αποφάσεις των καπετάνιων τους. Και τα μάτια των επιβατών, σαν τα δικά του, περιπλανιόνταν δεξιά κι αριστερά, χαμένα σε έναν κόσμο που δεν έβλεπαν πραγματικά.
Στάθηκε εκεί για λίγο, σιωπηλός, με το βλέμμα του καρφωμένο στο νερό. Το τσιγάρο είχε σχεδόν τελειώσει. Έκανε μία τελευταία ρουφηξιά και το πέταξε μακριά. Η καύτρα χάθηκε στο νερό, κι αυτός ένιωσε για μια στιγμή ότι κάτι μέσα του τελείωσε. Το κύμα έκρυψε τη μικρή σπίθα του τσιγάρου.
Ο καφές στο χέρι του είχε κρυώσει. Το βλέμμα του στράφηκε πάλι στον μόλο. Ήξερε πως, όπως και τα σκάφη, έπρεπε και ο ίδιος να προχωρήσει. Όχι γιατί είχε κάποια ξεκάθαρη κατεύθυνση, αλλά γιατί αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του, έπιασε το τελευταίο τσιγάρο. Το κοίταξε για λίγο, μετά το άφησε πάλι μέσα. Χωρίς σκέψη, άρχισε να απομακρύνεται.
«Το ταξίδι συνεχίζεται», σκέφτηκε. Και ίσως, όπως και τα σκάφη, να μην είχε σημασία πού θα πήγαινε. Σημασία είχε απλώς να κινείται.
0 Σχόλια