Ήταν μια συνηθισμένη Κυριακή του Αυγούστου με τις εκτυφλωτικές αχτίδες του ήλιου να χαϊδεύουν την επιφάνεια της γης.
Το πράσινο της φύσης σε καλούσε να ξαποστάσεις δίπλα του σε κάποιο σκιερό μέρος για να δροσιστείς από τα πλούσια φύλλα που ξεπρόβαλαν από τα δέντρα.
Εκεί σε ένα παρκάκι θυμάμαι την τελευταία φορά που σε είδα.
Η ανάμνηση σου περνάει φευγαλέα από το μυαλό μου πού και πού.
Κρατούσες το μπαστούνι σου
Αυτό το βοήθημα είχε γίνει προέκταση του χεριού σου
Ήθελες να φεύγεις χωρίς αυτό, να περπατάς μόνος σου μα δε μπορούσες πια.
Σου ήταν απαραίτητο.
Εκείνο το μεσημεράκι καθόμουν στο μπαλκόνι και ξεφύλλιζα ένα βιβλιαράκι, ένα από αυτά που άφηνε η γιαγιά συνήθως πάνω στο τραπεζάκι της
Το έκλεψα από αυτήν και άρχισα να το διαβάζω…
Όταν άνοιξες το παράθυρο και μου έκανες νόημα να μπω πάλι μέσα στο σπίτι
Στο βλέμμα σου είχες μόνο αγάπη και όταν με κοιτούσες με αυτά τα γαλάζια μάτια έβλεπα τον εαυτό μου.
Έβλεπα εμένα όπως με έβλεπες εσύ.
Από τη δική σου οπτική.
Γεμάτος περηφάνια.
Και μου είπες πονηρά
Αν ήθελα να πάμε κρυφά από τη γιαγιά να φάμε παγωτό σε εκείνο το πάρκο που με πήγαινες όταν ήμουν ακόμη μικρή.
Και εγώ δέχτηκα και είχα ήδη σκεφτεί τι θα έπαιρνα.
Μα τα σχέδιά μας άλλαξαν και η γιαγιά μας είχε πιάσει στα πράσα.
Αποφάσισε να έρθει κ αυτή μαζί μας
Σα να ζήλεψε την ιδέα του παγωτού μας.
Είχα καιρό να περάσω από εκείνο το πάρκο.
Είχε αλλάξει τόσο πολύ.
Είχαν βάλει καινούρια παιχνίδια και κούνιες και εκεί που έπαιζα κάποτε εγώ, τώρα βρίσκονταν άλλα παιδάκια που έτρεχαν κι αυτά ανέμελα στην άμμο, σκουντουφλώντας το ένα πίσω από το άλλο για το ποιο θα προλάβει πρώτο το μονόζυγο.
Καθίσαμε στα καινούρια τραπεζάκια που είχαν βάλει και δε θα ξεχάσω εκείνο το υπέροχο συντριβανάκι που ήταν πάντα εκεί στη μέση του μαγαζιού.
Εσύ παρήγγειλες το κλασικό συνηθισμένο σου παγωτό βανίλια. Ήταν το αγαπημένο σου και το μοιραζόσουν πάντα με τη γιαγιά.
Και εγώ είχα διαλέξει επίσης την αγαπημένη μου γεύση.
“Ένα παγωτό χωνάκι με μια γεύση φράουλα και μια σοκολάτα παρακαλώ” είπα στη σερβιτόρα
Και εκείνη με κοίταξε με χαμόγελο και είπε πως με θυμόταν από τότε που ήμουν σχεδόν μωρό.
Θυμόταν λέει ένα κοριτσάκι με κάτι αέρινα φορεματάκια ροζ να έρχεται κάθε μέρα πιασμένη χέρι-χέρι με τον παππού της και να κάθονται στο ίδιο σημείο και να παραγγέλνουν πάντα το ίδιο παγωτό.
Αισθάνθηκα άβολα γιατί δε μου έλεγε κάτι το πρόσωπο της, ήμουν άλλωστε πολύ μικρή και ο παππούς δεν τη θυμόταν πια. Δεν είχε αρκετές αναμνήσεις και το μυαλό του χανόταν μέσα στις σκέψεις του συνεχώς.
Γύρισα και της είπα ότι θα θυμόταν σωστά αν αυτό το κοριτσάκι ερχόταν και καθόταν παραγγέλνοντας πάντα την ίδια γεύση παγωτού στην ίδια θέση.
Χαμογέλασε και πήγε να φέρει την παραγγελία.
Όταν ο παππούς γύρισε με ένα πονηρό βλέμμα και μου είπε αυτό που περίμενα να ακούσω.
“Καλέ τα έμαθες τα νέα;”
“Ποια νέα;” Ρώτησα εγώ παίζοντας το παιχνίδι του
“Φέτος δε θα έχει σχολείο, το είπαν στις ειδήσεις, δε θα ανοίξουν φέτος, το καλοκαίρι θα πάρει παράταση”
“Τι μου λες!” Είπα ενθουσιασμένη
“Μόνο που παππού νομίζω ότι αυτή τη χρονιά θα ανοίξουν κανονικά.”
“Καλά πως το ξέρεις αφού εγώ το άκουσα!” Είπε κοιτάζοντας τη γιαγιά επίμονα.
“Διότι παππού εγώ πλέον δεν πάω σχολείο αλλά πανεπιστήμιο και για τα πανεπιστήμια λένε ότι θα λειτουργήσουν κανονικά”
Είπα και γέλασα.
” Με τσάκωσες πάλι” είπε απογοητευμένος.
“Και μπερδεύτηκα ότι πλέον μεγάλωσες τόσο”
Η γιαγιά γύρισε προς το μέρος του και του είπε
“Τόσα καλοκαίρια τα ίδια λες. Πλέον δε σε πιστεύουμε, τι νομίζεις τρώμε κουτόχορτο;”
Είπε και σκάσαμε και οι τρεις στα γέλια.
Κάθε χρονιά ο παππούς δεν έλεγε να το πάρει απόφαση, νόμιζε ότι θα με ξεγελούσε με αυτό το κόλπο.
Όταν ήμουν μικρή βέβαια τον πίστευα και χαιρόμουν που δεν είχα σχολείο, αλλά μετά είχε μεγαλώσει πια το αστείο. Το ίδιο και ο παππούς και δε θυμόταν πια πόσες φορές μου το είχε πει.
Κάθε φορά όμως έκανα την έκπληκτη και περίμενα πώς και πώς να του τη φέρω.
Η παραγγελία μας είχε έρθει και εγώ πλέον ήμουν ευτυχισμένη με το παγωτό χωνάκι μου και με τον ήλιο να με χτυπάει απαλά στο πρόσωπο. Αυτή ήταν η ευτυχία.
Εκείνη η εικόνα έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό μου και εκεί ήταν που σταμάτησε ο χρόνος και η τελευταία φορά που είχα δει τον πολυαγαπημένο μου παππού.
Και ήταν η πιο ευτυχισμένη ανάμνηση που χαράχτηκε στην ψυχή μου
Εγώ, η γιαγιά, ο παππούς και το παγωτό χωνάκι να λιώνει στο ηλιοκαμένο μου χέρι.
Καλά λένε πως η ζωή είναι σαν το παγωτό.
Πρέπει να προλάβουμε να την απολαύσουμε προτού να είναι αργά και λιώσει.
Και εγώ χαίρομαι που πρόλαβα και την έζησα μαζί σου παππού!
Υ.Γ Να ξέρεις πως τρώω αρκετά παγωτά χωνάκια και για τους δυο μας!
(*φωτογραφία: από τη συλλογή μου)
0 Σχόλια