Εγώ είμαι αυτή που είμαι και οι άλλοι είναι όλοι αυτοί που είναι. Μα τι θα γινόταν άραγε αν εγώ δεν ήμουν αυτή που είμαι και ήμουν άλλοι, που είναι αυτοί που είναι και όλοι αυτοί, να ήταν αυτή που είμαι εγώ; Μπερδεύομαι και ίσως αυτό να ήταν εκ του ασφαλούς ανώφελο σε τελική ανάλυση. Καμμία τελική ανάλυση, δεν το ανέλυσα ποτέ για να φτάσω στο τέλος. Θα μου πεις δε χρειάζεται να φτάσεις εσύ εκεί, σε βρίσκει αυτό ανύποπτα. Αλλά και πάλι χάνω τον άξονα. Αυτό που ήθελα πραγματικά να πω, ήταν πως βρισκόμουν σε ένα μπαλκόνι και στο βάθος έπαιζε κάκιστες λαϊκάτζες και εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Δεν ήταν πως με βασάνιζε μια σκέψη, ούτε όμως και πως δεν με βασάνιζε τίποτα. Στο ακριβώς απέναντι μπαλκόνι είχε κάτι χρυσές κορδέλες που κυμάτιζαν ρυθμικά. Χάθηκα ενόσω τις παρατηρούσα, αλλά δεν τίθεται κάποιο θέμα πρόσθεσης ή αφαίρεσης, το παθαίνω συχνά. Μπορεί να υπήρξα κακή φίλη, κακή γκόμενα, κακή κόρη. Ειδικά το δεύτερο. Λεπτά της ημέρας δε με συμπαθώ ιδιαίτερα. Με θεωρώ βαρετή φιγούρα που πλανάται στο χώρο με μια ανιστόρητα κυνική στάση. Σαν να βρίσκομαι φέρ’ ειπείν στο απέραντο γαλάζιο μιας θάλασσας, με σύννεφα και βουνά και έναν ήλιο θεό και παρ’ όλα ταύτα να στέκομαι πλάτη. Κουρεύω τα μαλλιά μου, τα βάφω, ντύνομαι, βάφομαι, και κάθε που κάνω κάτι τέτοιο νιώθω πως αλλάζω, πως πια δεν είμαι εγώ και είμαι μιαν άλλη. Και έχω ένα γεμάτο αμφιθέατρο από φιλότεχνους νέους να εντυπωσιάσω. Το έθεσα υπέρμετρα ρομαντικά γιατί έτσι είμαι και εγώ. Μα μακάρι να ήταν έτσι. Ξέρω ποια είμαι αλλά έχω άλλο τόσο να ανακαλύψω και με φοβίζει το που μπορεί να φτάσω. Και αν αυτό που είμαι δεν μ’αρέσει και θελήσω να φύγω; Η φυγή δεν είναι λύση. Πάντως εγώ έτσι ξέρω να υποχωρώ. Τότε, ποιος μου εγγυάται πως θα φύγω από αυτό που είμαι για να πάω σε κάτι άλλο που πάλι θα είμαι, μόνο που εκείνο θα μ’αρέσει περισσότερο; Ωραία τα ταξίδια. Μάλλον αυτό θα είναι ζήτημα χωροχρόνου. Θέλω να υπάρχω σε αυτό το μπαλκόνι και μετά από σαράντα δύο χρόνια, τρεις μήνες και εννιά ημέρες και να μη χαζεύω τις χρυσές κορδέλες του απέναντι μπαλκονιού. Θέλω να υπάρχει ένας καθρέφτης ακριβώς μπροστά μου και εγώ να υπάρχω γδυμένη. Και ό,τι βλέπω να μ’αρέσει, να το επευφημώ, να το αγαπώ. Από τις μικρές ραγάδες στο δεξί μου μπούτι, μέχρι όλα τα ψέματα που θα έχω πει. Και όταν θα γυρίσω να κοιτάξω πάλι τις χρυσές κορδέλες, εκείνες να μην έχουν χρώμα. Γιατί και αυτό συνεπάγεται μια μορφή περιορισμού. Να είναι διάφανες αυλαίες θέλω, που θα ανοίγουν και θα βλέπω εντός τους κάθε τι μικρό που έχω δοξάσει, σε κάθε ύπαρξη που πέρασε ποτέ από τα χέρια μου.

Αυτό πορτοκαλί (πρώτο μέρος)
1. Ανέβηκα στο ξωκκλήσι και είδα την παραλία που πριν λίγο κάναμε μπάνιο είδα και πιο δίπλα την παραλία γυμνιστών όμως δε φαινόταν κανένα κορμί έχει τόσο αέρα που φοβάμαι φοβάμαι μη με πάρει και με πάει κάπου μακριά σου ή κουτρουβαλήσω σε αυτές τις απότομες πλαγιές...









0 Σχόλια