Σου είπα ότι φοβάμαι το νερό.
Το βάθος της αβύσσου με τρομάζει.
Δεν έχω πλήρη οπτική αντίληψη της κατάστασης που εκτυλίσσεται γύρω μου.
Θολώνει η κρίση μου κι αδυνατώ να ανταπεξέλθω.
Φοβήθηκα το σκελετικό σκοτάδι του νερού, την παράταιρη δυσφορία, την μοναξιά με την μορφή υποθερμίας.
Κι όμως εσύ με βοήθησες να μπω στο νερό.
Δεν απομακρύνθηκες στιγμή από δίπλα μου.
Και τώρα κολυμπάω!
Σου είπα ότι φοβάμαι τα ύψη.
Η απόσταση από την βάση ως την κορυφή φαντάζει χαοτική.
Η καταπιεστική βαρομετρική πίεση δυσχεραίνει την ύπαρξη.
Φευγαλέα προαισθήματα άγχους με κυριεύουν.
Μία επέλαση πανομοιότυπων ερωτήσεων…
Άμα πέσω;
Άμα χτυπήσω;
Άμα δεν μπορέσω να ξανασηκωθώ;
Κι όμως εσύ πάσχισες να με βοηθήσεις.
Μετά την πτώση ακολουθεί πάντα ανοδική πορεία.
Μου έδειξες πως έχω φτερά.
Και τώρα πετάω!
Σου είπα ότι φοβάμαι τους ανθρώπους.
Την κοινότυπη αντίληψή τους για τον κόσμο.
Την απέχθεια που δείχνουν στο διαφορετικό.
Την αποστροφή τους απέναντι στο παράξενο.
Την ικανότητά τους να πληγώνουν με τις λέξεις.
Μία αλυσιδωτή αντίδραση φθοράς και αποξένωσης.
Επίρριψη ευθυνών και παγιοποίηση της συμπεριφοράς σε όλες τις συνήθειες.
Ένας ρυθμός βιασύνης που σκεπάζει σαν πέπλο την υπόσταση.
Χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει.
Κι όμως εσύ μου έμαθες νέες λέξεις, ισχυρότερες από τις προηγούμενες.
Με έκανες να αγαπήσω την παραξενιά μου και τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο.
Με εκτυφλωτικά φωτεινές αστραπές ακτινοβόλησες γύρω μου.
Και τώρα δεν φοβάμαι!
Σου είπα ότι δεν περίμενα να με αγαπήσεις.
Κι όμως εσύ με αγάπησες!











0 Σχόλια