Εκείνη την ημέρα
δεν πήγα με τον Γιώργο στον Βόλο.
Κάποιος ρομαντικός
-όχι εγώ-
θα έλεγε πως ήταν γραφτό
να τη γνωρίσω
τη νύχτα που τα ρολόγια
θα γύριζαν μία ώρα πίσω
με αποτέλεσμα τώρα
να τη σκέφτομαι μια ώρα περισσότερο.
Το επόμενο μεσημέρι
κάθισα μ’ ένα φρέντο στο μπαλκόνι
άναψα τσιγάρο κι έβαλα ν’ ακούσω
το τραγούδι που μου τραγούδησε χθες
στο αμάξι πριν θολώσουν οι καθρέφτες.
…
Το τσιγάρο έσβησε,
το τραγούδι τελείωσε,
το μόνο που έμεινε είναι μια μικρή ανάμνηση
από τη μεταξύ μας τυφλή συνάντηση.
Έμοιαζε σαν να την είδα στης Ομονοίας το μετρό
λίγο πριν επιβιβαστούμε στον τελευταίο συρμό.
Μόλις ήρθε έτρεξε στο τελευταίο του βαγόνι
όσο εγώ έμεινα ελπίζοντας ν’ αλλάξει γνώμη
να επιστρέψει πίσω με το πρώτο σαν ξημερώνει.
Νόμιζα ότι βρήκα τη μαρίνα μου
όμως ξέχασα πως μένω κέντρο Αθήνα.
Εδώ δεν υπάρχει λιμάνι ν’ αγκυροβολήσεις
το ασήκωτο φορτίο
του να μην έχεις έναν ώμο ν’ ακουμπήσεις.
Εδώ έχει ανεκπλήρωτα έργα, όνειρα κι έρωτες
και ανθρώπους βιαστικούς μες στους υπόγειους μετροπόντικες.

Πρωτότυπα χειρόγραφα











0 Σχόλια