Με σάρκα και οστά πλασμένα τα κορμιά τους
και φλέβες που κυλούν του ζωντανού το αίμα.
Κανείς δεν ξέρει, δεν ακούει το όνομα τους,
τα μυστικά τους, τα μεγάλα, τα έχουνε θαμμένα.
Κανείς δεν τους έμαθε, στο σκοτάδι ζούσαν,
σα να κρύβονταν από τον Χάρο ήταν.
Μα σαν που έφτανε η ώρα να τους πάρει,
τα όνειρα τους, έμεναν φυλαχτά και πάλι.
Στο κηδειόσημο μόνο, διάβασαν το όνομα τους,
μα κανείς δεν έψαξε να μάθει ποιοι αληθινά ήταν.
Ήταν εκείνοι που με σκυμμένο το κεφάλι,
θυσίαζαν όνειρα με λυγμούς αργά το βράδυ.
Μάταια να ξεφύγουν, ατίμασαν τα ονόματά τους
και θάφτηκαν άγνωστοι σε κάποιο μνήμα.
Κανείς δεν τους έψαξε, ούτε καν οι συγγενείς τους,
έμειναν άγνωστοι, χωρίς να δώσουν νόημα στο ποιοι πραγματικά ήταν.
Ήταν ζωντανοί και όμως σα νεκροί ζούσαν,
δίχως φως μέσα τους και δίχως καημό να ξεφύγουν.
Βολεμένοι σε κάποιο σκοτεινό καμαράκι,
κατάπιναν ολημερίς κάποιο φαρμάκι.
Περνούσαν καλά, δεν τους έλειπε κάτι,
παρά μόνο μία θηλιά στο λαιμό τους να βάλουν.
Μα να μείνουν αποφάσισαν, σε άλλους έκαναν τη χάρη
και ζούσαν μια ζωή, σα να ήταν άλλοι.
Κι όταν έφτασε η ώρα ο θεούλης να τους πάρει,
παρακαλούσαν να ζήσουν ακόμα λίγο.
Μα ο καλός ο θεούλης δεν τους έκανε την χάρη,
τους ξεβόλεψε δίνοντας τους έναν άλλο χάρτη.
Καλύτερα νεκροί, παρά ζωντανοί θαμμένοι, τους είπε,
εξάλλου, τη σκλαβιά τους, την είχαν υπογράψει.
Η ψυχή τους, είπε, ήταν πονεμένη
και εκείνοι έχασαν τη σκυτάλη, χωρίς να έχουν αλλάξει.
Και τι πιο εύκολο να ζεις, μια ζωή βολεμένη,
χωρίς να αποχωριστείς από αυτό που σε πνίγει.
Κάπου βαθιά το θες, κάπου βαθιά όμως το κρύβεις,
δίχως λοιπόν να νομίζεις πως δεν είσαι το θύμα,
περνιέσαι για θύτης.
Υπομένεις δύσκολα και μέσα σου τα πνίγεις,
δίχως διάθεση να τους ξεφύγεις.
Και τα δαιμόνια πλέον δε σε κυνηγάνε,
διότι, σιγανά τους μιλάς και γονατιστά τα υπομένεις.
Κάθεσαι δίπλα τους, παρέα να τους κάνεις,
σαν τους τοξικούς φίλους που δε θα ήθελες ποτέ να έχεις.
Και εσύ παλιά θυμάσαι είχες ένα όνειρο σπουδαίο,
στο οποίο ήσουν τότε ο μέγας αρχηγός.
Μα τώρα πια ακόλουθος είσαι και υπηρέτης,
κάποιου που παλιά ήταν ο δικός σου κυνηγός.
Κι αν σου μπαίνει στο μυαλό αμφιβολία, όχι-όχι,
είσαι ευχαριστημένος με την ζωή που κάνεις.
Και όταν περνάει μπροστά από τον καθρέπτη
η γηραιά η κυρία, είναι αργά πλέον στροφή να κάνεις.
Τη στιγμή εκείνη οι μνήμες σου σε πνίγουν,
είσαι δέσμιος των επιλογών σου.
Σε νικήσανε οι δαίμονες
και εσύ νίκησες τον εαυτό σου.
Ονομάζομαι Σταματία Τσολάκου και γεννήθηκα την άνοιξη του 2000. Σπουδάζω φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Στόχος μου είναι να γίνω καθηγήτρια. Όνειρο μου είναι να γίνω σωστή καθηγήτρια. Αγαπώ τα παιδιά και τα ζώα. Είμαι παρορμητική, αυθόρμητη, ολίγον τι τρελή, μελαγχολική και δυναμική. Μ'αρέσει να καταπιάνομαι με τέχνες όπως η μουσική, ο χορός και ιδιαίτερα η ποίηση. Το να γράφω με γεμίζει και ταυτόχρονα με αδειάζει. Από μικρή λατρεύω να αποτυπώνω το στίγμα μου γραπτώς, σε χαρτιά κρυμμένα στα συρτάρια του γραφείου μου. Το tambook μου δίνει την ευκαιρία να αποκαλύψω τις δημιουργίες μου και να μοιραστώ μαζί σας αυτά που με απασχολούν και ίσως δε διαφέρουν τελικά και τόσο με αυτά που προβληματίζουν εσάς τους αναγνώστες.
0 Σχόλια