Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν υστερικό. Ήταν 20 Αυγούστου 2019, 5 προ μεσημβρίας. Προσπαθώ να επαναφέρω με κάθε λεπτομέρεια εκείνη την ημέρα στο νου μου. Το καταφέρνω, δεν είναι πολύ δύσκολο. Το ίδιο καλά θυμάμαι και το προηγούμενο βράδυ. Κοιμηθήκαμε όλες μαζί σε έναν καναπέ. Αλλά που να μας νοιάξει…
Πλέον 6 το πρωί -μετά από μια ώρα- αναχωρούμε. Δεν χρειάζεται να τρέξουμε για να προλάβουμε. Η ηδονή του ταξιδιού έχει φροντίσει για αυτό.
Τραπεζάκι με την απαραίτητη θέα στη θάλασσα. Καφέδες και γέλια. Πολλά γέλια. Μα φυσικό ήταν… σε λίγες ώρες θα ήμασταν εκεί που σχεδιάζαμε πριν κάμποσους μήνες.
Στις 12 πατήσαμε πόδι στο λιμάνι της. Ένα βανάκι περίμενε για την παραλαβή μας. Εμάς και κάποιων ακόμη νεαρών. Θα μας μετέφερε εκεί που φανταστήκαμε να λιαζόμαστε και να κολυμπάμε ώρες ατελείωτες. Εκεί που ονειρευτήκαμε να δημιουργήσουμε ένα αξέχαστο καλοκαιρινό κομμάτι, συνοδεία αχτύπητου φραπέ -χωρίς πάγο-, αποκοιμισμένες σε σκηνή.
Ναι, ακριβώς έτσι το είχαμε σχεδιάσει.
Ήμασταν ξέγνοιαστες, ελεύθερες, λυτρωμένες.
Ήταν το προηγούμενο καλοκαίρι. Καλοκαίρι στην Αντίπαρο.
Αφιερωμένο στις τρεις ταξιδιάρες ψυχές, που μαζί ονειρευτήκαμε και τα καταφέραμε.
Αλεξία, Παναγιώτα , Σίτσα στο επόμενο ταξίδι μας!
Από μικρή βιαζόμουν, λέει και ξανά λέει η μητέρα μου. Γεννημένη τον προτελευταίο μήνα του, του τελευταίου χρόνου του 20ου αιώνα. Εν εξελίξει στατιστικός στα χαρτιά, στην ουτοπία μου παραμένω ονειροπόλα ταξιδιώτισσα, πάνω στο δικό μου καραβάκι με Hermano pequeno το γέλιο. Οι προορισμοί ; άγνωστοι. Η υπαρξιακή μου τριπλέτα θα έλεγε κανείς πως είναι καφές, βαθιές συζητήσεις, φιλία. Και μιας και συστηθήκαμε, φτιάξτε και εσείς έναν καφέ και αφήστε τα αλλά δυο σε μένα.
0 Σχόλια