Βαρύ το χώμα

Βαρύ το χώμα

 

Ο ασ(φυκ)τικός ρεαλισμός που δημιουργεί τη (φαντ)αστική παρακμή έχει ως αποτέλεσμα την ψυχοκοινωνική α(χα)ριστεία.

 

  1. Πρελούδιο
  2. Το Ελληνικό Όνειρο
  3. Νεκρόπολη
  4. Αφυδατωμένοι
  5. Οι πενιές της Αλεξάνδρας
  6. Αγχόνη
  7. Μαλχόλαντ 7
  8. Τεχνολογία: Ωδή στην τραγωδία
  9. Ιντερλούδιο
  10. Στριμωγμόνοι
  11. Σαν πάρκινγκ στο Παγκράτι
  12. Συνθήκες
  13. Ενός λεπτού κραυγή
  14. Αναρχία στη λογοτεχνία
  15. Κάτω τα χέρια σας από τη νεολαία
  16. Ανώνυμοι επώνυμοι
  17. Εξόδιο

+οπισθόφυλλο

 

 

Πρελούδιο

 

Γεννημένος τη δεύτερη μέρα

του δεύτερου μήνα

της δεύτερης χιλιετίας

είναι της μοίρας μου γραφτό

να δρω με χίλιες δυο σκέψεις στο μυαλό.

 

Ίσως κάποια στιγμή συνηθίσω μ’ αυτό

να συμφιλιωθώ ή έστω να εξοικειωθώ.

Μέχρι τότε τα βράδια νιώθω πανικό

σαν να γλιτώνω από βέβαιο πνιγμό

και το επόμενο πρωινό

αισθάνομαι λες και ξύπνησα από κόμμα ετών.

 

Μα όταν σηκωθώ και στον δρόμο βγω

όλοι χαζεύουν αυτό το ανορεκτικό,

το καχεκτικό – διπολικό – υστερικό

φ ρ ι κ ι ό.

Αυτόν που η καθηγήτρια φώναζε στο γυμνάσιο

χ τ ι κ ι ό.

Είμαι της Μέδουσας το σ τ ο ι χ ε ι ό.

 

Τα κίτρινά μου ούρα σαν χλοοκοπτικό

ξυρίζουν τα καταπράσινα λιβάδια σας που κατουρώ.

Χέζω χωρίς δισταγμό τη δημόσια αιδώ

σηκώνω τα παντελόνια μου χωρίς να σκουπιστώ

μετά ξαπλώνω ατενίζοντας τον γαλανό ουρανό

και έχετε μαζευτεί γύρω μου σαν μύγες στο σκατό.

 

Απ’ τον αγύριστο γυρνώ με διαβατήριο πλαστό

φορώντας στο μέτωπο των Ινδιάνων το φτερό

και κρατώντας κοκκαλάκι νυχτερίδας για φυλαχτό

τώρα μεθυσμένος το καράβι κυβερνώ

και ζέχνω από χιλιόμετρα τσιγαρίλα, χισαμόλι κι αλκοόλ.

Σ’ ένα παγόβουνο ψηλό αγκυροβολώ

απ’ το κατάρτι πηδώ ενώ χειρονομώ

τώ αγνώστω Θεώ και βλασφημώ

που όρισε το δυσβάσταχτο φορτίο να κουβαλώ

αυτός που ψάχνετε να είμαι εγώ

και απ’ τις ενοχές να μην μπορώ να κοιμηθώ.

 

Σήμερα δεν είναι η μέρα μου.

Αυτός δεν είναι ο μήνας μου.

Φέτος δεν είναι η χρονιά μου,

ούτε καν η δεκαετία μου.

Αυτή είναι η χιλιετία μου

και η μνήμη μου αιωνία.

 

 

Το Ελληνικό Όνειρο

 

Σήμερα είναι η κηδεία του τέως βασιλιά

σχεδόν 50 χρόνια μετά

ο Έλληνας τη βγάζει ακόμη με ψωμί κι ελιά

γιατί το Ελληνικό Όνειρο ζει και βασιλεύει σταθερά

– – –

Πρόκειται για ακόμα μία μαλακία στερεοτυπική

που υιοθέτησε ο μέσος έλληνας από την Αμερική

πέρα απ’ τα fast food, τον καπιταλισμό και την καλωδιακή.

Κάθε κοινωνικός ρόλος έχει διαφορετικό όνειρο πχ

ο ηλικιωμένος προσεύχεται παππούς να αξιωθεί

έτσι ώστε το όνομά του στην εκκλησία να ακουστεί.

Λογίζονται τυχεροί

όταν έχουν το ίδιο όνομα οι πεθεροί

διαφορετικά το μωρό θα βαφτιστεί

με τόσα ονόματα που κάθε 3 μήνες θα έχει γιορτή

έτσι ώστε κανείς να μη δυσαρεστηθεί.

 

Μπλε μπαλόνια αν γεννηθεί με ψωλή

ροζ αν γεννηθεί με μουνί.

Θεωρείται παιδί αν είναι αγόρι

διαφορετικά το κορίτσι πρόκειται απλώς για κόρη.

 

Ο πατέρας θέλει όταν μεγαλώσει το παιδί του

να συνεχίσει τη χρεοκοπημένη επιχείρησή του.

Αν όχι τότε θέλει να τον δει ποδοσφαιριστή,

ή στρατιωτικό την πατρίδα να υπηρετεί

ή φοιτητή με σκοπό κάπου κάποτε να διοριστεί.

Να μη φορά παντελόνια στενά, αλυσίδες, καρφιά

πόσο μάλλον να έχει σκουλαρίκια στα αυτιά.

Να μένει μαζί τους μέχρι τα τριάντα του

ή τέλος πάντων μέχρι να βρει γυναίκα να τον αγαπά

όσο η μάνα του

βλ. να του σιδερώνει, να του μαγειρεύει, να του πλένει τα βρακιά

όπως η μάνα του.

Εν τω μεταξύ στην εφηβεία

η καθηγήτρια θα του λέει ”μη ζωγραφίζεις τα θρανία”,

ο διευθυντής ”θα δουλεύεις σε καφενεία”,

οι γονείς ”έχεις διακοσμητικά τα βιβλία”

και οι θείοι ”μπαίνεις ρε σε αιδοία;”

 

Αν στον κόσμο φέρουν ένα ή δύο κοριτσάκια

η μαμά θα λατρεύει να τις κάνει κοτσιδάκια,

θα τις μάθει να πλάθουν κουλουράκια

και θα τις πει να μη βρίζουν όπως τα αγοράκια.

Στην καθεμία θα (της) πει να φέρεται σα δεσποινίδα

όμως δε θα ξέρει να απαντήσει πού είναι η κλειτορίδα.

Θα ενηλικιωθούν και θα ανθίζουν σαν λουλούδια

τα βράδια θα φοράνε και τακούνια

μα θα τους λείπει τότε που ήταν μωρά σε κούνια

γιατί τώρα οι γιαγιάδες τις θέλουν με πτυχίο στα τέσσερα,

οι ληγούρηδες να τις πάρουνε στα τέσσερα,

ο αδερφός να έχουνε τα μάτια δεκατέσσερα,

το κράτος να ζούνε με τέσσερις και εξήντα

και η εκκλησία να κάνει κουμάντο στη δική τους μήτρα.

Μέχρι τα 28 να έχουν βρει έναν καλό γαμπρό

το συντομότερο δυνατό να κάνουν ένα μωρό

μετακομίζοντας στου συζύγου το πατρικό

και κάπως έτσι καταλήγουμε σε κυκλικό συλλογισμό

– – –

Σήμερα ήταν οι επαναληπτικές εκλογές

ακόμα μια φορά στο ίδιο έργο θεατές:

καφετέριες και ταβέρνες από το πρωί γεμάτες,

στα εκλογικά κέντρα ως τ’ απόγευμα οι κάλπες άδειες,

ο πρωθυπουργός να εκλέγεται με μειοψηφία

αφού αν κατέβαζαν κόμμα όσοι απείχαν θα ‘χαν αυτοδυναμία

τρία πράγματα έχουν σημασία

οικογένεια, πατρίς, θρησκεία

κι ας γίνει ιδιωτική η υγεία, η παιδεία, μέχρι και η πλατεία

υγεία.

Για κάποιους όλα αυτά είναι το Ελληνικό Όνειρο

για άλλους ένας εφιάλτης, το απόλυτο όνειδος.

 

 

Νεκρόπολη

 

Αν ζούσα στη Νύφη θα την παντρευόμουν

όσες φορές ανέβηκα σαν πρώτα ερωτευόμουν

όμως μεγάλωσα και μένω στο λεκανοπέδιο της Αθήνας

όπου τα καλοκαίρια μυρίζει σαν κατουρημένος νιπτήρας

το τσιμέντο της ζεστό σαν αναμμένος βραστήρας

όμως παραμένω στα στενά της αμετανόητος μνηστήρας

 

Μια μέρα εδώ ισούται με τρεις

είναι τρελοί και εξαντλητικοί οι ρυθμοί της

συναντάς παντού ανθρώπους γερασμένους

χεσμένους, καταπιεσμένους και παρανοϊκούς

πριν τη γαμημένη ώρα τους.

Τα αυτοκίνητα είναι όλα γρατζουνισμένα,

χτυπημένα και χαρακωμένα

-ακριβώς όπως οι ιδιοκτήτες τους-

τραύματα στην προσπάθεια να τα χωρέσουν,

να τα παρκάρουν και να τα βολέψουν

όπως έκαναν αργά ή γρήγορα και με τις ζωές τους.

 

Κάποιο ξημέρωμα

φυλάξαμε τα όνειρα και τις επιθυμίες μας

σε μια παλιά βιβλιοθήκη ή κάποιο ξύλινο συρτάρι

-έχει τόσο καιρό να ανοιχτεί

που πλέον τα έχουν καταβροχθίσει σκόροι και κοριοί-

κι εκ τότε το επόμενο πρωί

ξυπνάμε την ίδια ώρα για τη δουλειά

τρώμε το ίδιο πρωινό τα ίδια λεπτά της ώρας

κάθε μέρα φεύγουμε την ίδια ώρα απ’ το σπίτι

και εκεί ξεκινάμε να παίζουμε το ίδιο παιχνίδι :

 

”στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα”

κάθε μέρα και κάθε νύχτα

ένα δύο, εν δυο, εν δυο

παρελαύνουμε στη Μεσογείων,

την Αλεξάνδρας και την Πατησίων.

Παίρνουμε καφέ απ’ το ίδιο μαγαζί,

ανάβουμε τσιγάρο στο ίδιο ύψος

και πέφτουμε πάντα στο ίδιο κόκκινο φανάρι κάθε μέρα.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και 100 μέτρα κάτω από τη γη

στοιβαγμένοι στην μπλε, την κόκκινη και την πράσινη γραμμή.

Τυχεροί θεωρούνται αυτοί που βρήκαν θέση κενή

αναπληρώνοντας τον χαμένο ύπνο καθιστοί

ενώ όσοι μένουν όρθιοι άρα δεν ξεκίνησε καλά η μέρα τους

χαζεύουν τους ηλιοκαμένους τουρίστες με τα μπαγκάζια τους

αναρωτώμενοι πότε θα έρθει και η δική τους μέρα

που φωνή αεροσυνοδού θα τους λέει ”τώρα βρισκόμαστε στον αέρα”

 

Ζούμε μηχανικά μέχρι μια βραδιά

να χρειαστούμε μηχανική υποστήριξη

στον βωμό της τεχνητής νοημοσύνης

μηχανήματα θα μας πάρουν τη δουλειά,

συναισθήματα, εμπειρίες, αναμνήσεις,

τον σύντροφο, τα λεφτά, σκυλιά, γατιά, βρακιά…

the punk’s dead, long live the cyberpunk!

 

Δε βγάζω την ουρά μου απέξω

ένας από αυτούς είμαι κι εγώ

δεμένος χειροπόδαρα στον ίδιο ασ(φυκ)τικό κλοιό

φανα(σ)τικός υποστηρικτής της (φαντ)αστικής παρακμής

που οδηγεί με μαεστρία στην ψυχοκοινωνική α(χα)ριστεία

μα να σου πω κι ένα μυστικό;

Όταν έχω ρεπό και στην πόλη περπατώ

και κάποιος με προσπερνά με πιο γοργό βηματισμό

νιώθω πανικό, πως κάτι κάνω λάθος, κάτι ξεχνώ.

Αφετηρία μου οι Αμπελόκηποι

κατεβαίνω Εξάρχεια και καταλήγω Ακρόπολη

εκεί όπου αντικρίζω μια απέραντη ονείρων νεκρόπολη.

 

 

Αφυδατωμένοι

 

Απ’ την Ακρόπολη κοιτώ τη θέα

πιάτο όλη η πόλη

κρατάω ένα κουτάλι

βάζω λίγο νερό και το ρίχνω

πνίγηκε όλη η πόλη

κάποιος φωνάζει την αντιτρομοκρατική

όσο από τον βράχο

μετράω τα παράθυρα των πολυκατοικιών

πολύ γρήγορα χάνω το μέτρημα

μετά κεντράρω μία μία κάθε πολυκατοικία

και μαντεύω πότε φτιάχτηκε και ποια δεκαετία

ξαφνικά έρχονται τρέχω να ξεφύγω

όμως με προλαβαίνουν και με πετάνε από κάτω

στις ειδήσεις είπαν αυτοκτονία

κι επικαλέστηκαν προβληματική τη ψυχική μου υγεία

-τουλάχιστον δεν εκπλήρωσα τη στρατιωτική μου θητεία.

 

Η πλάκα είναι ότι δεν πέθανα.

Προσγειώθηκα πάνω σε έναν σωρό σωμάτων

αναφωνώ τι φάση;

Ρωτάνε είσαι καλά ή έπαθες καμμιά διάσειση;

λέω ε;

Λένε τι ε ρε χαζέ δε σε πέταξαν απ’ τον βράχο τον ιερό;

Πώς έφτασες εδώ; Λοιπόν πιάσε χαρτί και στυλό

και γράψε το μανιφέστο των αφυδατωμένων.

Α, καλώς ήρθες κι επίσημα στο κλαμπ των αυτοκτονημένων.

 

”Αυτοκτονία ή κάτι παρεμφερές

η μη προσαρμογή στις κοινωνικές συμβάσεις κι επιταγές

μα εγώ δε θυμάμαι να υπέγραψα κάτι

ποιος είσαι εσύ λοιπόν που θες να με κατατάξεις

μαζί με τους υπόλοιπους τροχούς της αμάξης;

Δε θέλω να φάω από το φαΐ που θες να με ταΐσεις

δε θέλω να πιω από το ποτήρι που θες να με ποτίσεις

ούτε να επιτελέσω τον ρόλο που με προορίζεις.

Έχω δική μου πείνα δική μου δίψα

δικά μου όνειρα, δικά μου ενδιαφέροντα δικά μου πλάνα

ρε δεν πας να με πετάξεις και απ’ τον Καιάδα;

Θα σταθούμε περήφανοι και δυνατοί

γιατί μεγαλώσαμε σε τόπους όπου το χώμα ήταν βαρύ

ακούσαμε τον ήχο της σιωπής μα δεν τηρήσαμε σιγή

και τις κραυγές μας άκουσαν μέχρι και οι κωφοί.

Οι ψυχές στα σώματά μας είναι σαν θεριά σε κλουβιά

αντάρτες που διψάνε για λευτεριά σπάζοντας δεσμά και κελιά”

 

Δεν είναι δύσκολο να τους αναγνωρίσεις

πριν στους αποκαλύψουν των 8 οι ειδήσεις :

χαρακτηριστικά προσώπου αλλοιωμένα

μάτια φλογισμένα με κόρες διεσταλμένες

φλέβες και ρυτίδες τεντωμένες

χείλη και δέρματα αφυδατωμένα.

Όταν δεις τέτοιο είδος ανθρώπου

που παλεύει την ιδέα του να πραγματώσει

θα νομίζεις είναι απεσταλμένος του διαόλου

που σκοπό έχει να σε εξοντώσει.

Ψάχνουν την ντοπαμίνη

μπλέκοντας σε καταστάσεις γεμάτες αδρεναλίνη

καταναλώνουν φαιά ουσία

κατατρεγμένοι απ’ του ρεαλισμού τη ψυχρολουσία.

 

Οι αφυδατωμένοι

δεν ξεδιψάνε με μπύρα παγωμένη

ούτε με στάλες ευτυχίας.

Οι πεινασμένοι

δε τρώνε κουτόχορτο

ούτε χορταίνουν με ψίχουλα επιτυχίας.

 

Δεν είναι γλάστρες ούτε περιστέρια

είναι άνθρωποι που στοχεύουν στ’ άστρα

κι αν όπως πετάνε στα σύννεφα

συναντήσουν κενό αέρος

δε θα τους ακούσεις να λένε ”εδώ τι γύρευα;”

αλλά θα χειριστούν την αναταραχή με σθένος.

 

 

Οι πενιές της Αλεξάνδρας

 

Με σπασμένες ρυτίδες και νεύρα

περπατάμε στα πεζοδρόμιά σου τα ραγισμένα

γεμάτοι απωθημένα και με χαμηλωμένο βλέμμα

φτύνουμε πάνω σου μαύρο απ’ την πίσσα φλέγμα

 

Ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τα κτήρια

ακούμε ακόμα τις κραυγές απ’ τα μαρτύρια

των επί Εμφυλίου και χούντας πολιτικών κρατουμένων

στο Εφηβείο και τις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ

 

Μέχρι και σήμερα από τη μέρα που χτίστηκαν

γλιστράμε στα δάκρυα και την αγωνία όσων προσευχήθηκαν

στων νοσοκομείων σου τα δωμάτια και τις αίθουσες αναμονής

εκεί όπου δίνονται μάχες μεταξύ θανάτου και ζωής

 

Αντικρίζοντας τις πολυκατοικίες των Προσφυγικών

βιώνουμε σαν πρώτα τον μικρασιατικό ξεριζωμό

και μας περνάνε ξυστά τα πυρομαχικά των Βρετανών

όπως τότε, την εποχή των Δεκεμβριανών

 

Μια νύχτα μου τα διηγήθηκε εμπιστευτικά

ο μόνος αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας σ’ όλα αυτά

το γήπεδο στο 160

101 χρόνια αναμνήσεων λένε μόνο αλήθεια

 

Για αυτό θέλουν να το γκρεμίσουν και να φτιάξουν πάρκο

για να πάρει μυστικά και θρύλους του λαού στον τάφο

λες και το Πεδίον του Άρεως και η Αργεντινής Δημοκρατίας

είναι ηθοποιοί ή τέλος πάντων πλατείες άλλης συνοικίας

 

Πλέον μας προσφέρεις ψυχαγωγία χειμώνα καλοκαίρι

κόρνες και σιχτήρια ντάλα μεσημέρι

θέατρα, μπουάτ, αγώνες, σινεμά

και σε φακέλους τα στοιχεία μας στα γραφεία της ΓΑΔΑ

 

Χαιρετίσματα απ’ το L.A. της Ελλάδας

aka Λεωφόρος Αλεξάνδρας

Πανόρμου, Αμπελόκηποι, Εξάρχεια, Γκύζη

σπίτι είναι εκεί όπου η ψυχή από ευφορία σφύζει

 

 

Αγχόνη

 

Η ψυχολόγος λέει φταίει το άγχος.

Η νευρολόγος λέει φταίει το άγχος.

Ο παθολόγος λέει φταίει το άγχος.

Η υπατολόγος λέει φταίει το άγχος.

Ο δερματολόγος λέει… σας αφήνω να μαντέψετε

και η έτσι λέει ”ρε Ανδρέα μην αγχώνεσαι”.

 

Με στοιχειώνει.

Με καθηλώνει, με θηλυκώνει,

με μαγκώνει σε μια ξύλινη αγχόνη

και το κεφάλι μου ξεριζώνει.

Όμως ειλικρινά,

μ’ ένα σάλτο απ’ το μπαλκόνι

πλέον τίποτα δε θα μ’ αγχώνει

κι ούτε γάτα ούτε γρατζουνιά.

 

Κρίμα το παλληκάρι θα λέτε

και πάνω απ’ το μνήμα μου θα κλαίτε

αν πάω στον παράδεισο θα παίζω άρπα

αν πάω στην κόλαση θα χορεύω samba

σε κάθε περίπτωση θα περνάω γαμάτα

μακριά απ’ τα επίγεια δράματα

 

Όμως έτσι πρόκειται να τους κάνω χάρη

όχι καριόληδες θα πάρετε παπάρι

δε θα πάψω να είμαι το ενοχλητικό σπυρί στον κώλο σας

το γαμημένο τσιμπούρι στον κόρφο σας

 

Έτσι θα σταματήσω να αποτελώ απειλή

κι αργά ή γρήγορα η ιδέα μου θα χαθεί

η νιότη μου στα σκουλήκια τροφή

και η σκέψη μου στους οικείους μου ανάμνηση πικρή.

 

Με θέλουν σε κάποιο πέταλο τις Κυριακές

να εκτονώνομαι για όσα περνώ τις καθημερινές

χόμπι μου να σπάω βράχους και να καπνίζω φύση

μέχρι κάποια στιγμή μπάτσος στη στενή με κλείσει

μέχρι κάποια στιγμή δικαστής το ποινικό να μου μαυρίσει

(όμως ο Δημήτρης Τζέλας ξέρει ποιος την έχει πουλήσει)

 

Τους θέλω να τους δω να τρέχουνε

θέλω να μας δω να τους κυνηγάμε

ξημερώνει Τρίτη κι όχι μπαίνουμε, γαμάμε

τη φωλιά τους χεσμένη έχουνε

 

Δε θα χαρίσω στο κράτος τη σύνταξή μου

ούτε στον χάρο την ύπαρξή μου

θα συνεχίσω να μοιράζω τα γραπτά και την αγάπη μου

στους ανθρώπους που έχω 23 χρόνια πλάι μου.

 

 

Μαλχόλαντ 7

 

Έξω έχει αέρα και οι τέντες τρίζουν σαν κόκκαλα

Μέσα σκέψεις με χτυπάν σαν χούλιγκανς με ρόπαλα

Κι ο εγκέφαλός μου έχει πήξει σαν αφρόγαλα

 

Δεν κάνω κάτι σωστά επειδή το σπίτι μου είναι ζεστό

Κάνω κάτι λάθος γιατί νιώθω σαν παγωτό

Όλο αυτό λες και ζω στης Μαλχόλαντ την οδό

 

Δεν εμπιστεύομαι κανέναν

Συμπεριλαμβανομένου κι εμένα

Ούτε καν των κώλο μου

Και πλέον ούτε την ψυχολόγο μου

 

Ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ,

Δεν άφησα

Κανέναν, κανέναν, κανέναν

Να μπει στο μυαλό μου

Όταν αυτό ήταν

Ακατάστατο σαν το σπίτι μου

Βρώμικο σαν την τουαλέτα μου

Ή άδειο όπως το ψυγείο μου

 

Μα όταν η κούτρα μου εκκρίνει σεροτονίνη

Μοιάζω λες και προέρχομαι από άλλον πλανήτη

Με μια κίνηση τους βγάζω όλους ματ

Και τι σπίτι μου μεταμορφώνεται σε μπουάτ

Σαν την Ιπτάμενη Παράγκα του Σίμου το ’60

Ή τη Σοφίτα, στη Μνησικλέους το ’70

 

Αυτό το γράφω σε μια γκαρσονιέρα στους Αμπελοκήπους

Πλάθοντας ενσταντανέ που θα νοσταλγώ το 2050

Ή λίγο πριν αποδημήσω στους ουράνιους κήπους

 

 

Τεχνολογία: Ωδή στην τραγωδία

 

Η Φύση έγινε μητέρα

μη με ρωτήσετε πώς και γιατί, ας πούμε μύρισε τη μασχάλη της

κι έκανε έναν γιο

τον Άνθρωπο.

 

Η μάνα έδωσε στον γιο όλα τα εφόδια

να ζήσει μια ζωή χωρίς εμπόδια

όμως σαν κλασικό παιδί γύρω στην εφηβεία

η οποία διήρκησε περίπου μια χιλιετία

προκαλούσε στη μάνα του μόνο πόνο και ανησυχία.

Η αλόγιστη αγάπη για τον γιο της

την έκανε θύμα του συνδρόμου της Στοκχόλμης

μα και ο Άνθρωπος κόλλησε ένα μικρόβιο

και μπλέχτηκε στο σύμπλεγμα το Οιδιπόδειο.

 

Μάνα και γιος ερωτεύτηκαν και προέκυψε αιμομιξία

από την οποία γεννήθηκε η Τεχνολογία.

Μεγάλωσε σε περιβάλλον τοξικό

σε σημείο να της φαίνεται φυσιολογικό

να βλέπει τον πατέρα να πνίγει, να κόβει, να καίει,

τη μάνα της κι αυτή με λυγμούς κάθε φορά να κλαίει.

 

Τώρα κι αυτή κόρη κι εγγονή φύσει

προσπαθεί με κάθε τρόπο να δολοφονήσει

τη μητέρα και γιαγιά της που έχει ατροφήσει Φύση

όσο ο πατέρας κι αδερφός της Άνθρωπος

απολαμβάνει τη ζωή του ατάραχος.

 

Απαρνήθηκε τις δραστηριότητες τις φυσικές

επωφελούμενος τις ανέσεις τις τεχνητές

που του προσφέρει με ποικιλία, ευκολία και σε αφθονία

η κόρη και αδερφή του Τεχνολογία

 

– έξυπνα αυτοκίνητα, κουζίνες, τηλεοράσεις, κινητά,

εύκολος τζόγος, πορνό, ναρκωτικά,

γρήγορα και πλαστικά χρήματα και φαγητά –

 

μα δε φαντάζεται πως θα έρθει και η δική του η σειρά

και θα πληρώσει για ό,τι έκανε στη Φύση ακόμα πιο ακριβά.

 

 

Ιντερλούδιο

 

Τέλος πάντων πια αναγνωρίζω τι εποχή έχουμε

από το συναίσθημα που πλανάται στον αέρα

και τους πόνους στα μυοσκελετικά.

Φθινόπωρο η εποχή που τα όνειρα

κόβονται σαν χιαστοί,

χειμώνας η εποχή που τα σώματα

τρέμουν όπως τα ψάρια στην ακτή,

μόνο για το καλοκαίρι δεν έχω να προσάψω ακόμη κάτι

για αυτό το προσμένω κάθε χρόνο σαν να το ‘χω ανάγκη

γιατί ακόμα και η άνοιξη

μου ανασύρει θανάτου ανάμνηση.

 

Μπορεί οι πιστοί κάθε χρόνο το Πάσχα να τιμούν

τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού

για εμένα του απλού θνητού

είναι περίοδος που αγαπημένοι μου ξεψυχούν

στα χέρια του πατέρα μου

(σύμπτωση που επαναλαμβάνεται

παύει να είναι σύμπτωση).

Οι δικοί μου νεκροί

δεν αναστήθηκαν ούτε αυτήν ούτε καμμία άνοιξη

και αν με ρωτάς δεν έχω καμμία διάθεση

να περιμένω μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία

και δε με νοιάζει αν αυτό το εκλαμβάνεις ως αμαρτία

ούτε έχω όρεξη να σου αναλύσω τη σχέση μου με τη θρησκεία

πόσο μάλλον με την εκκλησία

για αυτό μη σκεφτείς να μου δώσεις την ευχή

το χώμα των νεκρών μου να είναι ελαφρύ

γιατί ρεαλιστικά το χώμα όλων των νεκρών είναι πάντα βαρύ,

το φορτίο στους ώμους όσων μένουν στη ζωή

ειλικρινά είναι ασήκωτο σαν μπετά σε οικοδομή

και το τραύμα στην ψυχή

κυνικά είναι πληγή που ποτέ δε θα επουλωθεί.

 

Ενάμισο χρόνο τώρα που προσπαθώ να τη γράψω

δεν μπορούσα σε τίτλο να κατασταλάξω

Τρίτη του Πάσχα, 18 Απριλίου

με δάκρυα, αίμα και ιδρώτα στον αγώνα

εμπέδωσα πως είναι βαρύ το χώμα.

 

Κακά τα ψέματα και η αλήθεια πικρή

εδώ όσοι παραμένουμε ζωντανοί

τα μπαλκόνια μας σκεπάζει καυσαέριο παχύ

ώσπου να πέσουμε νεκροί

όπου το χώμα στους τάφους μας βαρύ.

Εκεί ούτε μία ύστατη ενός λεπτού κραυγή

δε διαπερνά το σκοτάδι που επικρατεί

10 μέτρα κάτω από τη γη

και αυτό γιατί σε όλη μας τη ζωή

επιδοθήκαμε σε αιδήμονα σιγή

ή σε κάποια βραδινή προσευχή

με δάκρυα που είχαν τυφώνα ορμή και ποταμού ροή.

 

Στριμωγμόνοι

 

Ζω σε ένα στενό μήκους 80 μέτρων. 13 πολυκατοικίες, 132 διαμερίσματα, περίπου 100 άνθρωποι. Εδώ κλάνει ο γείτονας και καταλαβαίνεις αν έφαγε ψητό ή λαδερό. Φτιάχνει καφέ και καταλαβαίνεις τι καφέ έφτιαξε και πόση ζάχαρη έβαλε. Βάζει ηλεκτρική σκούπα και καταλαβαίνεις ποιο ριάλιτι παρακολουθεί, καπνίζει καταλαβαίνεις αν κάνει εργοστασιακό ή στριφτό, απλώνει τα ρούχα καταλαβαίνεις ποιο μαλακτικό χρησιμοποιεί, κάνει σεξ καταλαβαίνεις σε ποια στάση τον δίνει, βάζει ξυπνητήρι ξυπνάς μαζί του, κλείνει την εξώπορτα πάει δουλειά καταλαβαίνεις αν άργησε. Βαράει τα παιδιά του -αν δεν κάνεις κάτι για αυτό- τα βαράς κι εσύ.

 

Φοιτητές, εργαζόμενοι, συνταξιούχοι,

εργένηδες, οικογενειάρχες, νοικοκυραίοι,

ελεύθεροι, σε σχέση, διαζευγμένοι,

παιδιά, σκυλιά, γατιά,

Έλληνες, Αλβανοί, Πακιστανοί, Φιλιππινέζοι

μιλάμε όλοι την ίδια γλώσσα

της καθημερινότητας και της ρουτίνας

συνήθειες που δεν κρύβει καμμία κουρτίνα

ήχοι που δεν απομονώνει καμμία μεσοτοιχία

βάρη που δεν αντέχει καμμία πολυκατοικία.

Κι όμως,

όταν γυρνάμε από τη δουλειά ή τη σχολή

όταν τα φώτα χαμηλώνουν και η υγρασία τρυπάει το κορμί

πώς γίνεται να νιώθουμε μόνοι

τόσο μόνοι

πως τίποτα δε μας ενώνει

ενώ μοιραζόμαστε όλη μας τη ζωή

απ’ το απέναντι ή το διπλανό μπαλκόνι;

Πώς γίνεται όταν το βλέμμα μας διασταυρωθεί

απ’ τη βεράντα ή την πυλωτή

με μαεστρία και δεινότητα να προσποιούμαστε

πως δεν ξέρουμε, δεν είδαμε, δεν ακούσαμε;

 

Ζούμε στενά σε στενά

στριμωγμένοι μα μόνοι

αντίφαση που μας στοιχειώνει

από τον αμνιακό σάκο στης μαμάς μας την κοιλιά

ως τον ανελκυστήρα κάποιας πολυκατοικίας παλιάς

και αν για κάποιον λόγο πρέπει να στριμώξω

κι αυτές τις λέξεις κι έναν τίτλο να δώσω

”στριμωγμόνοι”

ο ένας του άλλου κλώνοι.

 

 

Σαν πάρκινγκ στο Παγκράτι

 

-Όσο κι αν λέμε ότι αυτά έρχονται και σε βρίσκουν και όχι εσύ αυτά- υπάρχει μια χρονική στιγμή που ο καθένας θα πάρει την κατάσταση στα χέρια του και θα αναζητήσει ο ίδιος τον έρωτα ή την αγάπη, και τότε όλη αυτή η διαδικασία θα μοιάζει σαν να ψάχνει πάρκινγκ στο Παγκράτι.

 

Με πρώτη γυρνάει τα στενά προσπαθώντας να βρει να παρκάρει. Εντοπίζει μια κενή θέση, τη ζυγίζει λίγο, τη θεωρεί μικρή και ότι το αμάξι του δε χωράει οπότε την αφήνει. Συνεχίζει και στο επόμενο ελεύθερο σημείο φοβάται να το παρκάρει πιστεύοντας πως πιο κάτω θα βρει άλλη καλύτερη ή πιο κοντά στον προορισμό του, με αποτέλεσμα πάλι να μην μπαίνει καν στον κόπο να προσπαθήσει. Λίγο πιο κάτω συναντάει έναν ικανοποιητικό χώρο στα αριστερά του αλλά δεν ξέρει να παρκάρει αριστερόστροφα. Αφού έχει κάνει κύκλο το τετράγωνο αποφασίζει πως αξίζει να γυρίσει πίσω και να κάνει μια προσπάθεια να παρκάρει στη δεύτερη περίπτωση που συνάντησε. Όταν όμως φτάνει σε αυτό το σημείο βλέπει πως έχει παρκάρει κάποιος άλλος, μάλλον πιο θαρραλέος και τολμηρός (αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο χρόνο και προσπάθεια χρειάστηκε και αυτός). Και κάπως έτσι καταλήγει μετανιωμένος, νευριασμένος για τις θέσεις που έχασε. Λίγο ή πολύ αργότερα θα βρει μια θέση να βολέψει το αμάξι, όμως όλη αυτή η αναζήτηση τον έχει ήδη φθείρει και κουράσει και στον προορισμό του έχει φτάσει πια αδιάθετος, αδύναμος και καταπονημένος, και όσοι τον αντικρίζουν βλέπουν ένα κακέκτυπο του εαυτού του.

 

Αφού δεν τον βρήκε εκείνη σε κάποιο κόκκινο φανάρι

κάπως έτσι λοιπόν αναζητά ο άνθρωπος την αγάπη

την ψάχνει ο ίδιος σαν πάρκινγκ στο Παγκράτι

σαν ελληνική ταινία του ’80 κάτι με τον Στάθη Ψάλτη

που για να βρει την Καίτη Φίνου τρελός θα γίνει κι ό,τι θέλει κάνει

από ραδιοπειρατής, ξενοδόχος μέχρι πανκιό και καμικάζι

 

 

Συνθήκες

 

Αύγουστος στην Αθήνα

ένας πρωινός καφές και μερικά τσιγάρα

με αναρρωτική εγώ, εκείνη σε ρεπό

δηλαδή συνοπτικά

σε συνθήκες απόλυτης νηνεμίας

μου είπε ότι βρίσκομαι στην καλύτερη ηλικία

πως ζω τα καλύτερά μου χρόνια.

Δε συμφώνησα ούτε διαφώνησα

ήθελα να το σκεφτώ μόνος

κι όταν το σκέφτηκα

ναι, είχε δίκιο όπως σχεδόν πάντα.

 

Κάποια μέρα θα ξυπνήσω

όλα αυτά θα μου φαίνονται πολύ μακρινά

αυτά που τώρα δεν εκτιμώ ή καταγράφω

το σώμα, το μυαλό, τη φρεσκάδα των μαλλιών,

την καθαρότητα του προσώπου και τη λάμψη των ματιών,

την ενέργεια, την προσπάθεια, τη διάθεση, τις παρορμήσεις,

ακόμα και τις δυσκολίες αυτής της ηλικίας

τότε θα τα αναπολώ και θα τα νοσταλγώ

επιφορτισμένος τότε με άλλα βάρη και προβλήματα

τα οποία και αυτά ενδεχομένως

ακόμα πιο μακροπρόθεσμα να τα νοσταλγήσω

λέγοντας ”τι ωραίες που ήταν αυτές οι εποχές

μακάρι με κάποιον τρόπο πίσω να γυρνούσα

στις μέρες που έψαχνα άλλες μέρες πιο καλές

όσο εγώ τις απαρνιόμουν και τις αγνοούσα”

 

Το ερωτηματικό που αφήνουν οι σκέψεις μου

πρέπει να το σβήσω και να βάλω μια τελεία

κάποια στιγμή να σπάσω αυτόν τον κύκλο

αντί να προσπαθώ συνεχώς να τον τετραγωνίσω

γιατί οι στιγμές γίνονται αναμνήσεις πολύ γρήγορα

και όταν τις εκτιμήσεις είναι πια πολύ αργά.

 

Βρισκόμαστε ακόμη στην ίδια συνθήκη

όταν με ρώτησε από πότε και γιατί

είμαι τόσο μοναχικός.

Δε θυμάμαι τι και αν απάντησα

ευτυχώς όμως δε θα ξεχάσω πως ευτυχώς δεν της είπα

πως απολαμβάνω τη συντροφιά της

ούτε πως θα την περιμένω να ξανά έρθει

όπως περιμένω κάθε Σεπτέμβρη το επόμενο καλοκαίρι

όπως κάθε Δευτέρα το πρωινό της Κυριακής

όπως κάθε μοναχικός τη νύχτα για να νιώσει ασφαλής

μα θα ήσουν πολύ αφελής αν είχες την πίστη

πως μέχρι να τελειώσω το ποίημα δε θ’ άλλαζε κι αυτή η συνθήκη

τώρα δε θέλω να τη δω ούτε ζωγραφιστή σε πινακοθήκη

όσο το άρωμά της προσπαθώ να διώξω απ’ τη μαξιλαροθήκη

κι ας μου ‘βγαλε πράγματα που ‘χα καταχωνιάσει στης ψυχής μου την αποθήκη.

 

 

Ενός λεπτού κραυγή

 

Κρατώ ακόμα ένα ποτήρι με gin

φορώ σε επανάληψη το ίδιο blue jean

κουβαλώντας τη μελαγχολία των blues απ’ το Μισισιπή

την προσωπικότητα ενός rockstar πάνω στη σκηνή

punk παρουσιαστικό

τρόπο ζωής hip-hop

κι ένα μυαλό ψυχεδελικό

 

Η διάθεσή μου χορεύει swing

στων νεύρων μου το τεντωμένοι σχοινί

από κάτω η καρδιά μου και η λογική

κονταροχτυπιούνται σ’ ένα ματωμένο ring

όπου ο νικητής θα διασταυρωθεί

με το ζευγάρι εμμονή vs αλλαγή

 

Το σώμα μου έχει παραιτηθεί

κι ας δουλεύω κάθε μέρα σαν σκυλί

ως πωλητής πουλώ στον Εσκιμώο πάγο

και στον ταξιδιώτη της ερήμου άμμο

λαϊκιστί -πλάθω ανάγκες στον καταναλωτή

 

Οι αισθήσεις μου έχουν παραδοθεί

σαν μήνυμα που δεν έχει διαβαστεί

και ούτε πρόκειται ποτέ να απαντηθεί

από έναν συνομιλητή που αδιαφορεί

 

Κρίση ενεργειακή

δεν έχω ενέργεια σπιθαμί

σαν κινητό με χαλασμένο φορτιστή

 

Οικονομικά

ψάχνω αν δικαιούμαι το επίδομα στο gov.gr

 

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ

 

για όσους ποτίσατε αντικαταθλιπτικά κι αγχολυτικά

κι αντί να λυθούν οριστικά

δέθηκαν χειροπόδαρα μ’ αυτά

 

για όσα τζιμάνια βρίσκουν ηρεμία

σε μαντζούνια, ντουμάνια και χημεία

ή τηλεφωνώντας στην ψυχολόγο για συνεδρία

 

για όσους σαν θηρία κυνηγάνε την ευτυχία

με την ίδια μανία

όπως τους διαδηλωτές στα Προπύλαια η αστυνομία

 

για όσους κοιμούνται και ξυπνούν με το μαράζι

πως μια μέρα η νιότη τους θα περάσει

και τον κόσμο δε θα έχουν αλλάξει

 

Ενός λεπτού κραυγή για όσους πέθαναν ζωντανοί

τηρώντας μιας ζωής σιγή και την ύστατη στιγμή

μοιραία σκεπάστηκαν με χώμα βαρύ

 

 

Αναρχία στη λογοτεχνία

 

Σαφώς έχω εξελίξει το γραπτό

και για να μη χάνω ούτε λεπτό ούτε τον ειρμό

πλέον κρατώ το τσιγάρο με το αριστερό

ρουφώ δυο καλές και καταπίνω τον καπνό

έτσι ώστε στο δεξί να έχω μόνο το στυλό

μα συμπεραίνω πως κι αυτό δεν είναι αρκετό

γιατί για να γράψω όσα σκέφτηκα ή ζούσα

θα έπρεπε να ήμουν σαρανταχερούσα

 

Όταν κάθομαι και γράφω μοιάζω με τον τυπά

από το cover του ”εν λευκώ” του πρίγκιπα

η στιγμή αυτή είναι ιερή σαν ντέρμπι την Κυριακή

μα όσο γράφω νιώθω λες και κάποιος με παρακολουθεί

στήνω αυτί να ακούσω τι θα πει

μα τελικά δεν πρόκειται για μια μόνο φωνή

πίσω απ’ την πλάτη μου έχουν μαζευτεί πολλοί.

 

(Χριστιανόπουλος) – Λοιπόν, τι θα κάνουμε με δ’ αύτον;

(Ελύτης) – Δεν ξέρω, είναι ιδιάζουσα η περίπτωσή του.

(Σολωμός) – Πάντως στην πρώτη του συλλογή είχε ποιήματα σε ιαμβικό 15σύλλαβο.

(Παλαμάς) -Ναι αλλά μετά έχασε το μέτρο, τα αυγά και τα πασχάλια.

(Αναγνωστάκης) – Ούτε εμείς είχαμε μέτρο, τι θες να πεις;

(Καβάφης) – Δεν υπάρχει ποιητικότητα πέρα απ’ την ομοιοκαταληξία του.

(Κάλβος) – Όποτε χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξία.

(Καρυωτάκης) – Έχει προσέξει κανείς τις θεματικές του;

(Σεφέρης) – Ναι, αδιάφορες.

(Γώγου) – Βέβαια, περνάει στα ψιλά για σένα η ψυχοσύνθεση, οι ανάγκες και η καθημερινότητα του ανθρώπου στις μεγαλουπόλεις.

(Εμπειρίκος) – Στην τρίτη του συλλογή πάντως γράφει πεζά και σουρεάλ.

(Σολωμός) – Στη δεύτερη αναμειγνύει έναν ρεαλιστικό ρομαντισμό ή έναν ρομαντικό ρεαλισμό.

(Μαστοράκη) – Στην τέταρτη συμμετείχε σε ανθολογία ως μέρος μιας γενιάς με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

(Σεφέρης) – Ναι και στην πέμπτη ασχολείται με το ιδιωτικό του όραμα, μια ομοιοκαταληξία μια όχι, μια μέτρο μια όχι, μια ισοσυλλαβία μια όχι, μια στροφή μια παράγραφος μια όλα μαζί, ποίηση είναι αυτό;

(Χριστιανόπουλος) – Άστα αυτά και πες απλώς ότι σε ενοχλεί κυρίως το λεξιλόγιο.

 

Είναι βδομάδες που ξυπνώ άρρωστος κάθε πρωί

το σώμα μου παραλύει και το μυαλό μου παραληρεί

μα όσα καταφέρνω τη νύχτα και γράφω στο χαρτί

αποτελούν παράθυρο όταν η ψυχή ασφυκτιεί.

Από το παράθυρο χαζεύω την ανθρώπινη άβυσσο

θέα πιο μαγευτική κι από βίλας στην Ανάβυσσο

δεν ξεχωρίζω αν αντικρίζω την κόλαση ή τον παράδεισο

η γεύση που αφήνει τη μια μοιάζει χωρίς, την άλλη με γλυκάνισο.

Το όνομά μου Ανδρέας Μαντζεβελάκης

αναρωτιέμαι συνεχώς το ”αν” και μετά απαντώ σαν μάντης

η τύχη μου κοιμάται παρόλο που καπνίζω luckies

και το στυλό κρατώ όπως το τουφέκι ο αντάρτης.

 

 

Κάτω τα χέρια σας από τη νεολαία

 

Στα σχολεία υπάρχει δουλεία

οι έφηβοι στα δόντια του συστήματος είναι λεία.

Τα ανατρέφει όπως ένας βοσκός εκτρέφει

αρνιά τον χειμώνα για να τα κάνει το Πάσχα κοκορέτσι.

Δεν είναι παΐδια, είναι παιδιά κι απαιτούν παιδεία.

 

Αργά ή γρήγορα το καταλαβαίνουν και οι ίδιοι

και όταν αναπολούν τη νιότη τους κάτι τους πνίγει.

Τώρα είναι μπερδεμένοι έφηβοι χωρίς φαντασία

νιώθουν αλυσοδεμένοι πίσω απ’ τα θρανία

νομίζουν πως ζουν την αφασία

και στρέφονται από νωρίς στην παρανομία.

 

Στη γειτονιά μου σχολάνε και κάνουν φασαρία

τότε βγαίνω στο μπαλκόνι και τα χαζεύω με νοσταλγία

με χαιρετούν με αγωνιστική χειρονομία

Τραγουδούν, γράφουν με σπρέι στη δίπλα πολυκατοικία

‘’ACAB, ABΕΛΟΚΗΠΟΙ ΘΥΡΑ ..’’

τις πρώτες ώρες παίρνουν απουσία

κρατώντας τους πρώτους τους έρωτες από το χέρι

τους χτυπά γλυκά το ανοιξιάτικο αγέρι

-ανάμνηση αλησμόνητη μέχρι να γίνουν γέροι-

κάνουν τα πρώτα τους τσιγάρα σε κάποια γωνία

επαναστατούν πολλές φορές χωρίς αιτία,

όμως επαναστατούν, αυτό έχει σημασία.

 

Παύλο θα έχω τον νου μου στο παιδί

κι αν χρειαστεί

θα κάψω την πόλη όλη για να ζεσταθεί.

Από τις στάχτες κάθε αδικοχαμένος θ’ αναστηθεί

κάθε χαμένη νιότη θ’ αναγεννηθεί

κάθε σύστημα θα γκρεμιστεί

και κάθε μικροαστός θα τρομοκρατηθεί

που τόλμησε έστω να σκεφτεί

να βάλει το παιδί του τα όνειρά του ν’ ακολουθεί.

 

ΥΓ. Τα παιδιά μεγαλώνουν

κι αν σου φαίνεται ο παραπάνω στίχος απλοϊκός

σκέψου πόσο δύσκολο είναι να τ’ αποδεχτεί ένας γονιός.

 

 

Η βία της επιβίωσης

 

Πάγια μηνιαία έξοδα :

νοίκι, κοινόχρηστα

λογαριασμοί κοινής ωφέλειας,

κινητής τηλεφωνίας

και μια 24αδα panadol δισκία.

 

Όλος ο μήνας βγαίνει τσίμα τσίμα

και στο τέλος του μήνα δεν περισσεύει μία

για δραστηριότητα ή εκδρομή

και εγώ νιώθω σαν παιδί

που οι γονείς του του είχαν πει

”εκεί που θα πάμε μη ζητήσεις κάτι να πιεις”

 

Εταιρείες όλα είναι εταιρείες,

η ομάδα που υποστηρίζεις, οι εκκλησίες,

τη χώρα κυβερνάνε επιχειρηματίες,

επώνυμοι με ανώνυμες εταιρείες,

μα όλοι μιλούν για τους γνωστούς αγνώστους στις πορείες

αποσιωπώντας πως παίρνουν εντολές από τις διμοιρίες

 

Σύμβαση υπογεγραμμένη χιλιετίες πριν

στης παραγωγής την πρώτη γραμμή

ο άνθρωπος για να βγάλει τα προς το ζην

δηλαδή ένα πιάτο φαΐ κι ένα καρβέλι ψωμί

 

Εργάτες αναλώσιμοι ούτε καν ανακυκλώσιμοι

ζώντας μια ζωή μη βιώσιμη

η μόνη ελπίδα όρθιοι να σταθούν

είναι ενωμένοι να αντισταθούν

 

Τηρήστε τους νόμους

πραγματώστε τη μικροαστεία σας ουτοπία

πετάξτε ‘μας στους υπονόμους

και την επόμενη πρωία

εμείς οι αρουραίοι, οι πειρατές, οι κοπρίτες,

οι μάγισσες, οι εξωγήινοι, οι λωποδύτες

θα φέρουμε την ανατοπία

 

Μέχρι τότε θα συνεχίσουμε

να πηδάμε ή να περνάμε δυο δυο απ’ τις μπάρες των μετρό

να μην επιστρέφουμε τα φοιτητικά πάσο

κι ας πήραμε πτυχίο κι ας φορέσαμε τήβεννο

να ανάβουμε κεριά χωρίς να ρίχνουμε στα παγκάρια ψιλά

να κατεβάζουμε σπασμένες εφαρμογές χωρίς να πληρώνουμε συνδρομές

μέχρι να επιβιβάζεσαι στα ΜΜΜ χωρίς να καρδιοχτυπάς

μέχρι τα διαμερίσματα να πάψουν να γίνονται τουριστικά καταλύματα

μέχρι το μεροκάματο να πάψει να είναι ξεροκόμματο

μέχρι ο βασικός μισθός να προσφέρει τουλάχιστον τα βασικά

 

Από τους Αμπελόκηπους της Αθήνας ως της Θεσσαλονίκης, από το Ηράκλειο της πρωτεύουσας ως της Κρήτης, από τη Σμύρνη της Ελλάδας μέχρι της Τουρκίας κι από τη Νίκαια της Ελλάδας μέχρι της Γαλλίας

 

δε μας ψήνουν απλώς το ψάρι στα χείλη

είμαστε το ψάρι στα χείλη τους

όσο εμείς με τη ψυχή στο στόμα μας μασουλάμε

τις αμαρτίες που πριν γεννηθούμε κουβαλάμε

καταδικασμένοι στην κόλαση να καταλήξουμε

αν τη βία της επιβίωσης δεν εξαλείψουμε

 

 

Εξόδιο

 

Ξόδεψα την ενέργειά μου μέχρι της ψυχής μου το βάθος

ήταν λογικό στο μυαλό μου να επικρατήσει το χάος

όπως κάθε άνθρωπος που ζει με πάθος

έκανα λάθη μα πώς μπορείς να μ’ αποκαλείς ένα λάθος;

 

Πολλές φορές νιώθω λύπη, ντροπή και αμφιβολία

αν αξίζω λίγη αγάπη ή πως δεν έχω καμμία αξία

συνήθως με πνίγει το άγχος πόσο μάλλον η αδικία

απογοητεύομαι, αγανακτώ και με πιάνει απελπισία,

απόγνωση, ανασφάλεια, φοβάμαι, και είμαι μόνο 23

μα αν για κάτι νιώθω περηφάνια και μόνο τότε ηρεμία

είναι που διατηρώ την παιδική μου αθωότητα κι ευαισθησία

πως δεν έχω σκοτώσει μέσα μου το παιδί

κι όταν μου μιλά τα λόγια του ακούω ευλαβικά σαν προσευχή.

 

Αλήθεια, πώς θα μεγαλώσει κάποιος αν δεν ανατραφεί;

Πώς θα ανθίσει αν δεν καλλιεργηθεί;

Πώς θα αποκτήσει μορφή αν δεν ζυμωθεί;

Τι ψυχή θα παραδώσει αν σκοτώσει μέσα του το παιδί;

 

Τέλος πάντων μ’ αυτά και μ’ εκείνα πήγε 06:26, ξέρω ακριβώς την ώρα γιατί μόλις έσβησε η λάμπα του δρόμου έξω απ’ το σπίτι μου και κοίταξα να δω τι ώρα πήγε. Κοντεύει να ξημερώσει ας ανάψω ένα ακόμη τσιγάρο, μέχρι να το κάνω ο ήλιος θα έχει πάρει τη θέση του στον ουρανό κι εγώ θα μπορώ πια ήρεμος να κοιμηθώ. Έχω βάλει μουσική, περνάει από κάτω ένας τύπος -τον έχω δει μια δυο φορές να βγάζει το σκυλί του βόλτα- και ψάχνει να δει από πού ακούγεται. Με βλέπει, με ρωτάει ποιος καλλιτέχνης είναι, του απαντώ και λέμε καλημέρα. Έσβησα το τσιγάρο, όλα πάνε λάθος όμως το πιο σημαντικό πήγε σωστά, μια ακόμη μέρα μόλις ξημέρωσε. Μια ακόμη μέρα για να αλλάξουμε τη ζωή, κι αν αυτό δε γίνει τουλάχιστον να μη μας αλλάξει αυτή. Παραθυρόφυλλα και παντζούρια ανοίγουν σιγά-σιγά, τα δικά μου τώρα κλείνουν. Η μέρα των περισσότερων ξεκίνησε, η δική μου τώρα τελείωσε.

 

 

Οπισθόφυλλο

 

Χάθηκα σε ορόφους εμπορικών

ντύνοντας κούκλες βιτρινών

φορώντας τους παντελόνια με 2% ελαστάνη,

(όχι κυρία δε θέλουν σιδέρωμα)

μπλούζες από οργανικό βαμβάκι

(ναι κύριε στους 30 με κρύο νερό κι ένα καλό άπλωμα)

και μπουφάν με θερμοκολλημένες ραφές

για τις κρύες μέρες και ιδίως τις βροχερές.

Κρέμασα τα χρόνια μου σε κρεμάστρες με τσιμπίδες

αρκετοί ζήτησαν να τα δοκιμάσουν

με όλες αυτές τις δοκιμές κάπως ξεχείλωσαν

στο τέλος όμως κάποιοι τα αγόρασαν

και κάπως έτσι πούλησα την έμπνευσή μου

σε δεύτερη τιμή από την αρχική

μα όταν έφταναν στο ταμείο

όλοι ήθελαν να κάνω κάτι καλύτερο.

Δε θυμάμαι αν ήταν καθημερινή ή Κυριακή

παρά μόνο να γυρνώ σπίτι μου να γράφω αυτή τη συλλογή

μπροστά απ’ το κάδρο του πρίγκιπα και την αφίσα του James Dean…

κάθε μέρα παίρνω την ίδια ευθεία για το μετρό

μα κάθε επόμενη μέρα αυτή η ευθεία

μοιάζει πιο μεγάλη και πιο μεγάλη

και πλέον έχω αρχίσει να φοβάμαι

μη γίνει και η ζωή μου ευθεία

ή καταπιώ τα λόγια μου σαν panadol δισκία.

 

Στο προφίλ του Ανδρέα Μαντζεβελάκη στο Academia μπορείς να διαβάσεις και τις παλιότερες συλλογές του, όπως και διάφορα άρθρα – μελέτες.

Πόσο χρήσιμο ήταν αυτό το άρθρο για εσένα?

Αξιολόγησέ το, επιλέγοντας τη φατσούλα που επιθυμείς!

Μέσος όρος: 5 / 5. Ψήφοι: 1

Καμία ψήφος μέχρι στιγμής! Αξιολόγησέ το πρώτος/η.

Λυπούμαστε πολύ που αυτό το άρθρο δεν ήταν χρήσιμο για εσένα!

Βοήθησέ μας να βελτιώσουμε αυτό το άρθρο!

Πες μας, πως μπορούμε να βελτιώσουμε αυτό το άρθρο?

Δημοσιεύσεις

Γεννημένος τη δεύτερη μέρα του δεύτερου μήνα της δεύτερης χιλιετίας, δρω περιέργως χωρίς δεύτερες σκέψεις. Προσπαθώ να δίνω σάρκα και οστά σε όσα ονειρεύομαι, σε όσα γράφω και σε όσα φωτογραφίζω.Εν δυνάμει φιλόλογος, εν ενεργεία ποδοσφαιριστής και σερβιτόρος. Αριστοτελικός, λάτρης των γατών και θαυμαστής της μικρής μου αδελφής.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Ζάχαρη ή μέλι;

Ζάχαρη ή μέλι;

"Κάποιες φορές είμαι η τελευταία κουταλιά της ζάχαρης στο βαζάκι. Που θα κάνει τον καφέ σου πιο γλυκό. Κι εσένα πιο χαρούμενο. Ή το τελευταίο snooze από το ξυπνητήρι σου. Που θα σου χαρίσει εκείνα τα επιπλέον λεπτά ονειροπόλησης. Μακριά από εφιάλτες και κακά τέρατα....

Διαβάστε Περισσότερα
Φοβικά

Φοβικά

Με έμαθαν από παιδί να αντιμάχομαι τον φόβο. Σε μία ανδρεία με δηλητήριο. Μια γενναιότητα επίπλαστη. -μα αν τα μάτια σου δεν βλέπουν το Θεριό, θα σου επιτεθεί. Και τότε τι θα κάνεις; Θα λες πως δεν πληγιάστηκες; Κι αφού πολύ το σκέφτηκα κατέληξα στο εξής (και να μου...

Διαβάστε Περισσότερα
Παράσταση

Παράσταση

Εκκρεμής φιγούρα ταλαντώνεται στα ακροδάχτυλα του Φόβου. Αυτός. Ένας θεός κουρελοκατασκευή. Φτιαγμένος απ’ τα χειρότερα υλικά του υποσυνείδητού της. Σεναριογράφος άριστος και σκηνογράφος πρώτος. Μα πάνω απ’ όλα, ηθοποιός. Κοιτάξτε τι καλά που την χορεύει! Κοιτάξτε τι...

Διαβάστε Περισσότερα
Ζάχαρη ή μέλι;

Ζάχαρη ή μέλι;

"Κάποιες φορές είμαι η τελευταία κουταλιά της ζάχαρης στο βαζάκι. Που θα κάνει τον καφέ σου πιο γλυκό. Κι εσένα πιο χαρούμενο. Ή το τελευταίο snooze από το ξυπνητήρι σου. Που θα σου χαρίσει εκείνα τα επιπλέον λεπτά ονειροπόλησης. Μακριά από εφιάλτες και κακά τέρατα....

Διαβάστε Περισσότερα
Φοβικά

Φοβικά

Με έμαθαν από παιδί να αντιμάχομαι τον φόβο. Σε μία ανδρεία με δηλητήριο. Μια γενναιότητα επίπλαστη. -μα αν τα μάτια σου δεν βλέπουν το Θεριό, θα σου επιτεθεί. Και τότε τι θα κάνεις; Θα λες πως δεν πληγιάστηκες; Κι αφού πολύ το σκέφτηκα κατέληξα στο εξής (και να μου...

Διαβάστε Περισσότερα

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Εγγράψου τώρα στο Newsletter μας

Εγγράψου τώρα στο Newsletter μας

Με την εγγραφή σου στη λίστα θα μαθαίνεις πρώτος τα νέα μας.

Η εγγραφή σου ολοκληρώθηκε με επιτυχία!

Share This